επιδιόρθωμα
Смотреть что такое "επιδιόρθωμα" в других словарях:
επιδιόρθωμα — το επισκευή … Dictionary of Greek
επιδιόρθωμα — το, ατος η επισκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδιόρθωση — η η επισκευή φθαρμένου ή χαλασμένου πράγματος, επιδιόρθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισκευή — η η επιδιόρθωση χαλασμένου πράγματος, το επιδιόρθωμα, το σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)